- διχοτομεῖ
- διχοτομέωcut in twainpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)διχοτομέωcut in twainpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραβολή — Διδακτικό αλληγορικό είδος της λογοτεχνίας, που με βάση τα γενικότερα χαρακτηριστικά του συγγενεύει με το παραμύθι. Από την άποψη του περιεχομένου, η π. διακρίνεται από την έλξη της προς το βάθος της θρησκευτικής και ηθικής σοφίας. Σε παλαιότερες … Dictionary of Greek
έλλειψη — Απουσία, ανυπαρξία· ανεπάρκεια, ατέλεια, ελάττωμα. Ο όρος έ. αναφέρεται σε ένα σχήμα λόγου, στο οποίο παραλείπονται μία ή περισσότερες λέξεις που εύκολα εννοεί ο ακροατής, με σκοπό να εκφραστεί συντομότερα ή πυκνότερα μια σκέψη. Αυτή η συντομία… … Dictionary of Greek
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
τομέας — Στη γεωμετρία και, κατ’ επέκταση, σε άλλες επιστήμες ένα μέρος μιας επιφάνειας ή συγκεκριμένου χώρου, το οποίο συνδέεται με το κέντρο και αποκτά κάποια αυτοτέλεια. Κυκλικός τ. είναι το μέρος του κύκλου που περιλαμβάνεται μεταξύ δύο ακτίνων και… … Dictionary of Greek
ισοσκελές τρίγωνο — Το τρίγωνο που έχει δύο πλευρές ίσες. Έστω ένα τρίγωνο ΑΒΓ, στο οποίο οι πλευρές ΑΓ και ΑΒ είναι ίσες. Τότε στο τρίγωνο αυτό οι γωνίες Β και Γ, που βρίσκονται απέναντι από τις ίσες πλευρές ΑΓ και ΑΒ αντίστοιχα, είναι ίσες. Αντίστροφα, για να… … Dictionary of Greek
Μίκελσον Άλμπερτ — (Albert Michelson, Στρέτσλνο, Πολωνία 1852 – 1931). Πολωνοαμερικανός φυσικός. Το 1855 η οικογένειά του μετακόμισε στις ΗΠΑ. Αποφοίτησε από τη Ναυτική Ακαδημία των ΗΠΑ το 1873, στην οποία δίδαξε στη συνέχεια επιστήμες για 4 χρόνια. Αργότερα,… … Dictionary of Greek